Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μωρόπιστος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μωρόπιστ|ος <-η, -ο> [mɔˈrɔpistɔs] ΕΠΊΘ

1. μωρόπιστος (εύπιστος):

μωρόπιστος

2. μωρόπιστος (αφελής):

μωρόπιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский