Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κοντεύω , πορνεύω , τορνεύω , χωνεύω , φονικό , φονιάς και φοντί

τορνεύω

τορνεύω s. τορνάρω

Βλέπε και: τορνάρω

τορνάρ|ω <-ισα, -ίστικα, -ισμένος> [tɔrˈnarɔ]

1. τορνάρω (μέταλλο):

2. τορνάρω (ξύλο):

3. τορνάρω (λόγο):

I . πορν|εύω <-εψα, -εύτηκα> [pɔrˈnɛvɔ] VERB μεταβ και μτφ

II . πορνεύομαι VERB αυτοπ ρήμα και μτφ

φοντί [fɔnˈdi] SUBST ουδ αμετάβλ

φονι|άς <-άδες> [fɔˈɲas] SUBST αρσ, φόνισσα [ˈfɔnisa] SUBST θηλ

Mörder(in) αρσ (θηλ)

φονικό [fɔniˈkɔ] SUBST ουδ

χων|εύω <-ψα> [xɔˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. χωνεύω και μτφ (ένα νέο κτλ):

2. χωνεύω (σίδερο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский