στο λεξικό PONS
διακριτικ|ός <-ή, -ό> [ðiakritiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. διακριτικός (που χωρίζει):
- διακριτικός
-
2. διακριτικός (χαρακτηριστικός):
- διακριτικός
-
3. διακριτικός (που χρησιμεύει για αναγνώριση):
- διακριτικός
-
4. διακριτικός (για διακρίσεις):
5. διακριτικός (στο φέρσιμο, ντύσιμο κτλ):
- διακριτικός
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.