Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κατέχω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατέχω [kaˈtɛxɔ] VERB μεταβ ohne Aoriststamm

1. κατέχω (έχω: περιουσία, γνώσεις, ικανότητες):

κατέχω

2. κατέχω (ορισμένη θέση):

κατέχω

3. κατέχω (ξένη χώρα):

κατέχω

Παραδειγματικές φράσεις με κατέχω

κατέχω τα πρωτεία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский