Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αξιοματικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αξιωματικ|ός1 <-ή, -ό> [aksiɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ (επίσημα αναγνωρισμένος)

II . αξιωματικ|ός1 [aksiɔmatiˈkɔs] SUBST αρσ

1. αξιωματικός ΣΤΡΑΤ:

Offizier αρσ

2. αξιωματικός (στο σκάκι):

Läufer αρσ

αξιοκρατικ|ός <-ή, -ό> [aksiɔkratiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αξιόμαχ|ος <-η, -ο> [aksiˈɔmaxɔs] ΕΠΊΘ

αξιομίμητ|ος <-η, -ο> [aksiɔˈmimitɔs] ΕΠΊΘ

ονοματικ|ός <-ή, -ό> [ɔnɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ

αξιότιμ|ος <-η, -ο> [aksiˈɔtimɔs] ΕΠΊΘ

1. αξιότιμος (άξιος τιμής):

2. αξιότιμος (σε επιστολή):

αξιοθέατ|ος <-η, -ο> [aksiɔˈθɛatɔs] ΕΠΊΘ

αξιόμαχο [aksiˈɔmaxɔ] SUBST ουδ (ηθικό)

αξιόμεμπτ|ος <-η, -ο> [aksiˈɔmɛmptɔs] ΕΠΊΘ

αξιοθέατο [aksiɔˈθɛatɔ] SUBST ουδ

αξιόποιν|ος <-η, -ο> [aksiˈɔpinɔs] ΕΠΊΘ

1. αξιόποινος:

sträflich, Straf-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский