Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βρώμικος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρόμικ|ος <-η, -ο> [ˈvrɔmikɔs] ΕΠΊΘ

χρωμικ|ός <-ή, -ό> [xrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

βρομικ|ός <-ή, -ό> [vrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

ερημικ|ός <-ή, -ό> [ɛrimiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ερημικός (ασύχναστος από ανθρώπους):

2. ερημικός (της ερήμου):

Wüsten-

υδροβρωμικ|ός <-ή, -ό> [iðrɔvrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υπερχρωμικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrxrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

βρωμ-

βρωμ- s. βρομ-

εθιμικ|ός <-ή, -ό> [ɛθimiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κοσμικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. κοσμικός (του διαστήματος):

2. κοσμικός (επίγειος):

3. κοσμικός (όχι κληρικός):

4. κοσμικός (κοινωνικός: υποχρεώσεις κτλ):

gesellschaftlich, Gesellschafts-

5. κοσμικός (μεγαλοπρεπής, μοντέρνος, της αριστοκρατίας):

παλμικ|ός <-ή, -ό> [palmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ατομικ|ός <-ή, -ό> [atɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ατομικός (του ανθρώπου ως προσώπου):

persönlich, Privat-
das Recht ουδ ενικ des Einzelnen

ρυθμικ|ός <-ή, -ό> [riθmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

χουμικ|ός <-ή, -ό> [xumiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский