Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: χρίζω , ωχριώ , χύνω , χέζω , χάβω , χάνω , χάμω , χώνω και χέρι

ωχρι|ώ <-άς, -ασα> [ɔxriˈɔ]

1. ωχριώ (χλομιάζω):

2. ωχριώ μτφ (χάνω την έντασή μου):

χρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈxrizɔ] VERB μεταβ

χέρι [ˈçɛri] SUBST ουδ

1. χέρι (από τους καρπούς και κάτω):

Hand θηλ
Finger weg (von …)!
an etw αιτ mit Hand anlegen

3. χέρι (λαβή):

Griff αρσ

5. χέρι (σε έρευνα, διάβασμα: πέρασμα):

Durchgang αρσ

I . χώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxɔnɔ] VERB μεταβ

2. χώνω (θάβω):

II . χώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. χώνομαι (σε στενό χώρο):

2. χώνομαι (ανακατεύομαι):

χάμω [ˈxamɔ] ΕΠΊΡΡ (καταγής)

II . χά|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxanɔ] VERB αμετάβ (σε παιχνίδι, δίκη, μάχη)

III . χάνομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. χάνομαι (εξαφανίζομαι για πάντα):

3. χάνομαι (καταστρέφομαι):

4. χάνομαι (πεθαίνω σε καταστροφή):

5. χάνομαι (χάνω το δρόμο):

χά|φτω [ˈxaftɔ], χά|βω [ˈxavɔ] <-ψα> VERB μεταβ

2. χάφτω μτφ (πιστεύω):

I . χέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈçɛzɔ] VERB αμετάβ χυδ (αποπατώ)

II . χέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈçɛzɔ] VERB μεταβ χυδ (αποπατώντας λερώνω κάτι)

III . χέζομαι VERB αυτοπ ρήμα (τα κάνω πάνω μου)

I . χύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈçinɔ] VERB μεταβ

1. χύνω (υγρό, σίδερο):

2. χύνω (κατά λάθος: κρασί κτλ):

3. χύνω (εκσπερματώνω):

II . χύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. χύνομαι (γάλα):

2. χύνομαι (ποταμός):

sich ergießen in +αιτ

3. χύνομαι (για πλήθος: ορμώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский