Ελληνικά » Γερμανικά

τουρλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [turˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. τουρλώνω (στοιβάζω):

τούρκικα [ˈturcika] SUBST ουδ

τούρκικα πλ οικ:

Türkisch ουδ ενικ

τουρμαλίνα [turmaˈlina] SUBST θηλ

τουρλωτ|ός <-ή, -ό> [turlɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

τουρκικ|ός <-ή, -ό> [turciˈkɔs] ΕΠΊΘ

τουρίστας (τουρίστρια) [tuˈristas, tuˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

τουρτούρισμα [turˈturizma] SUBST ουδ

Τούρκος [ˈturkɔs] SUBST αρσ, Τουρκάλα [turˈkala] SUBST θηλ

2. Τούρκος μτφ (οργισμένος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский