Ελληνικά » Γερμανικά

αποστρατεία [apɔstraˈtia] SUBST θηλ ΣΤΡΑΤ

στρατεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [straˈtɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. στρατεύομαι ΣΤΡΑΤ:

2. στρατεύομαι μτφ:

αντιστρατεύ|ομαι <-τηκα> [andistraˈtɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

αποθεραπεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [apɔθɛraˈpɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αποθεραπεύομαι (ασθενής):

2. αποθεραπεύομαι (αθλητής):

3. αποθεραπεύομαι (τραύμα):

4. αποθεραπεύομαι (αρρώστια):

αποστράτευσ|η <-εις> [apɔˈstratɛfsi] SUBST θηλ

1. αποστράτευση (αξιωματικού):

2. αποστράτευση (εφεδρειών):

Entlassung θηλ

αποστρατεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [apɔstraˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. αποστρατεύω (αξιωματικό):

2. αποστρατεύω (εφέδρους):

αποστεώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [apɔstɛˈɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αποστεώνομαι (γίνομαι κόκκαλο):

2. αποστεώνομαι (αδυνατίζω):

αποστρατιωτικοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔstratiɔtikɔpiˈɔ] VERB μεταβ

απόστρατος [aˈpɔstratɔs] SUBST αρσ

1. απόστρατος (αξιωματικός):

2. απόστρατος (απόμαχος):

Veteran αρσ

πορ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [pɔˈrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. πορεύομαι (βαδίζω):

2. πορεύομαι (πορίζομαι τα προς το ζην):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский