Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μουράτος , μουσαμάς , μουσακάς και λουσάτος

λουσάτ|ος <-η, -ο> [luˈsatɔs] ΕΠΊΘ

1. λουσάτος (άτομο):

2. λουσάτος (πράγμα):

μουσακ|άς <-άδες> [musaˈkas] SUBST αρσ

μουσαμ|άς <-άδες> [musaˈmas] SUBST αρσ

1. μουσαμάς (κερωμένο ύφασμα):

Wachstuch ουδ

2. μουσαμάς (για πάτωμα):

Linoleum ουδ

μουράτ|ος <-η, -ο> [muˈratɔs] ΕΠΊΘ

1. μουράτος οικ (που πουλάει μούρη):

2. μουράτος οικ (αυτοκίνητο κτλ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский