Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τυχαίος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τυχαί|ος <-α, -ο> [tiˈçɛɔs] ΕΠΊΘ

τυχαίος

Παραδειγματικές φράσεις με τυχαίος

τυχαίος αριθμός
τυχαίος θόρυβος ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский