Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συναρπάζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συναρπά|ζω <-σα> [sinarˈpazɔ] VERB μεταβ μτφ

συναρπάζω

II . συναρπάζομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский