στο λεξικό PONS
κοσμικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. κοσμικός (του διαστήματος):
- κοσμικός
-
2. κοσμικός (επίγειος):
- κοσμικός
-
3. κοσμικός (όχι κληρικός):
- κοσμικός
-
4. κοσμικός (κοινωνικός: υποχρεώσεις κτλ):
- κοσμικός
-
5. κοσμικός (μεγαλοπρεπής, μοντέρνος, της αριστοκρατίας):
- κοσμικός
-
κοσμικός ΕΠΊΘ
- κοσμικός (μη θρησκευτικός)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- κοσμικός δυαδισμός