Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για επιρρηαμτικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτατικ|ός <-ή, -ό> [ɛpitatiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που επιτείνει)

επιβλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛpivlitikˈkɔs] ΕΠΊΘ

επικριτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpikritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . επιληπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

II . επιληπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiliptiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

επινοητικ|ός <-ή, -ό> [ɛpinɔitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

επιπληκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpipliktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

επιτακτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpitaktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επιτακτικός (άνθρωπος, ύφος):

2. επιτακτικός (που είναι ανάγκη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский