Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενδίδω , επενδύω , ενδυνάμωση , ενδυναμώνω , εισδύω , ένδυση και ένδυμα

εν|δίδω <-έδωσα> [ɛnˈðiðɔ] VERB αμετάβ

επενδύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpɛnˈðiɔ] VERB μεταβ

1. επενδύω (έπιπλο κτλ):

2. επενδύω ΟΙΚΟΝ:

investieren in +αιτ

ένδυσ|η <-εις> [ˈɛnðisi] SUBST θηλ

εισ|δύω <-έδυσα> [izˈðiɔ] VERB αμετάβ

ενδυναμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnðinaˈmɔnɔ] VERB μεταβ

1. ενδυναμώνω (ενισχύω):

2. ενδυναμώνω (ενθαρρύνω):

ενδυνάμωσ|η <-εις> [ɛnðiˈnamɔsi] SUBST θηλ

1. ενδυνάμωση (ενίσχυση):

Verstärkung θηλ

2. ενδυνάμωση (ενθάρρυνση):

Ermutigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский