Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εφορμώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφορμ|ώ <-άς, -ησα> [ɛfɔrˈmɔ] VERB αμετάβ

εφορμώ σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский