Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κολλητός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κολλητ|ός <-ή, -ό> [kɔliˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. κολλητός (κολλημένος):

κολλητός

2. κολλητός (φίλος, ρούχα):

κολλητός
eng

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский