Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για επανέρχομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαν|έρχομαι <-ήλθα> [ɛpaˈnɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. επανέρχομαι (επιστρέφω):

επανέρχομαι

2. επανέρχομαι (ξανάρχομαι):

επανέρχομαι

Παραδειγματικές φράσεις με επανέρχομαι

επανέρχομαι σε ένα αξίωμα
επανέρχομαι σε ένα θέμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский