Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για έκσταση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκστασ|η <-εις> [ˈɛkstasi] SUBST θηλ

1. έκσταση (πνευματική απορρόφηση):

έκσταση
Ekstase θηλ
πέφτω/είμαι σε έκσταση

2. έκσταση (υπέρτατος θαυμασμός):

έκσταση
Verzücktheit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με έκσταση

πέφτω/είμαι σε έκσταση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский