Ελληνικά » Γερμανικά

φούρνος [ˈfurnɔs] SUBST αρσ

2. φούρνος (ψωμάδικο):

Bäckerei θηλ

μοντέρν|ος <-α, -ο> [mɔˈdɛrnɔs] ΕΠΊΘ

φούρναρης <φουρνάρηδες> [ˈfurnaris], φουρνάρ|ης [furˈnaris] <-ηδες> SUBST αρσ, φουρνάρισσα [furˈnarisa] SUBST θηλ

Bäcker(in) αρσ (θηλ)

φουρνέλο [furˈnɛlɔ] SUBST ουδ

μπουρνούζι [burˈnuzi] SUBST ουδ

ξεφουρνί|ζω <-σα> [ksɛfurˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ξεφουρνίζω (βγάζω από το φούρνο):

2. ξεφουρνίζω μτφ (παρουσιάζω):

τόρνος [ˈtɔrnɔs] SUBST αρσ

φουράνιο [fuˈraniɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский