Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ζέστη στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζέστη [ˈzɛsti] SUBST θηλ

1. ζέστη (μέτριου βαθμού):

ζέστη
Wärme θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский