Ελληνικά » Γερμανικά

I . αποκλί|νω <-να> [apɔˈklinɔ] VERB μεταβ (αλλάζω την κλίση ενός πράγματος)

II . αποκλί|νω <-να> [apɔˈklinɔ] VERB αμετάβ

1. αποκλίνω (δείχνω ορισμένη προτίμηση):

2. αποκλίνω (εκτρέπομαι):

υπ|οκλέπτω <-έκλεψα> [ipɔˈklɛptɔ] VERB μεταβ

1. υποκλέπτω (μήνυμα):

2. υποκλέπτω (τηλεφώνημα):

υπόκλισ|η <-εις> [iˈpɔklisi] SUBST θηλ

υποκλοπή [ipɔklɔˈpi] SUBST θηλ

1. υποκλοπή (μηνύματος):

Abfangen ουδ

2. υποκλοπή (τηλεφωνήματος):

Abhören ουδ

υποκύ|πτω <-ψα> [ipɔˈciptɔ] VERB αμετάβ

1. υποκύπτω (υποτάσσομαι):

υποκρισία [ipɔkriˈsia] SUBST θηλ

υποκριτής (υποκρίτρια) [ipɔkriˈtis, ipɔˈkritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. υποκριτής (προσποιητής):

Heuchler(in) αρσ (θηλ)

2. υποκριτής ΘΈΑΤ:

Darsteller(in) αρσ (θηλ)

υποκλί|νομαι <-θηκα> [ipɔˈklinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский