Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανάκατα , ανοησία , ανοσία , ανομία , άνοιγμα και άνοια

άνοιγμα [ˈaniɣma] SUBST ουδ

1. άνοιγμα (πράξη: γενικά):

Öffnung θηλ

2. άνοιγμα (λογαριασμού, καταστήματος):

Eröffnung θηλ

3. άνοιγμα (κενό):

Öffnung θηλ

4. άνοιγμα (φούστας: σχισμή):

Schlitz αρσ

5. άνοιγμα (φτερών: απόσταση από άκρη σε άκρη):

Spannweite θηλ

ανομία [anɔˈmia] SUBST θηλ

ανάκατα [aˈnakata] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский