Ελληνικά » Γερμανικά

ρευματισμός [rɛvmatizˈmɔs] SUBST αρσ

ρευματικ|ός <-ή, -ό> [rɛvmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

εξαστισμός [ɛksastizˈmɔs] SUBST αρσ

πνευματισμός [pnɛvmatizˈmɔs] SUBST αρσ

κυματισμός [cimatizˈmɔs] SUBST αρσ, κυμάτισμα [ciˈmatizma] SUBST ουδ (σημαίας)

ρευματώδ|ης <-ης, -ες> [rɛvmaˈtɔðis] ΕΠΊΘ

ρευματολόγος [rɛvmatɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

συνωστισμός [sinɔstizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский