Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ανταποκρίνομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανταποκρί|νομαι <-θηκα> [andapɔˈkrinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ανταποκρίνομαι (αναλογώ):

ανταποκρίνομαι σε κάτι

2. ανταποκρίνομαι (ανταποδίδω κάτι):

ανταποκρίνομαι στην αγάπη κάποιου

Παραδειγματικές φράσεις με ανταποκρίνομαι

ανταποκρίνομαι στην αγάπη κάποιου
ανταποκρίνομαι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский