Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μανιασμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παθιασμέν|ος <-η, -ο> [paθçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

λαχανιασμέν|ος <-η, -ο> [laxaɲazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αραχνιασμέν|ος <-η, -ο> [araxɲazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πιασμέν|ος <-η, -ο> [pçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πιασμένος (άκαμπτος):

2. πιασμένος (θέση) ΤΗΛ:

3. πιασμένος (δωμάτιο):

4. πιασμένος (τραπέζι σε εστιατόριο):

αηδιασμέν|ος <-η, -ο> [aiðiazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

βεβιασμέν|ος <-η, -ο> [vɛvjazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. βεβιασμένος (βιαστικός):

2. βεβιασμένος (χαμόγελο):

ομιχλιασμέν|ος <-η, -ο> [ɔmixʎazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αρραβωνιασμέν|ος <-η, -ο> [aravɔɲazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский