Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εριστικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εριστικ|ός <-ή, -ό> [ɛristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εριστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский