Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διατησία στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ατάσσω <-έταξα, -ατάχτηκα, -α(τε)ταγμένος> [ðiaˈtasɔ] VERB μεταβ

1. διατάσσω (τοποθετώ σε ορισμένη τάξη):

2. διατάσσω (διατάζω):

διατηρήσιμ|ος <-η, -ο> [ðiatiˈrisimɔs] ΕΠΊΘ

διατήρησ|η <-εις> [ðiaˈtirisi] SUBST θηλ

περπατησιά [pɛrpatiˈsça] SUBST θηλ

διατηρητέο [ðiatiriˈtɛɔ] SUBST ουδ

γαιοκτησία [jɛɔktiˈsia] SUBST θηλ

δι|ατρέφω <-έθρεψα, -ατράφηκα, -αθρεμμένος> [ðiaˈtrɛfɔ] VERB μεταβ (οικογένεια)

διατρυπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiatriˈpɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский