Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκτείνω , εκτίνω , εκτρέπω , εκτιμώ , εκτίω , κρεμνώ , εκτενής και εκτελώ

I . εκτείνω <εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος> [ɛkˈtinɔ] VERB μεταβ

1. εκτείνω (απλώνω):

2. εκτείνω (επεκτείνω):

II . εκτείνομαι VERB αυτοπ ρήμα

εκτίνω [ɛkˈtinɔ], εκτίω [ɛkˈtiɔ] <εξέτισα> VERB μεταβ

εκτελ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [ɛktɛˈlɔ] VERB μεταβ

1. εκτελώ (γενικά, διαταγή, εργασία):

3. εκτελώ:

εκτελώ ΜΟΥΣ, ΘΈΑΤ

5. εκτελώ (θανατώνω):

εκτεν|ής <-ής, -ές> [ɛktɛˈnis] ΕΠΊΘ (περιγραφή, αναφορά)

I . κρεμ|ώ [krɛˈmɔ], κρεμ|νώ [krɛmˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB μεταβ

2. κρεμώ (ρούχα):

3. κρεμώ (απαγχονίζω):

II . κρέμομαι o κρεμιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κρέμομαι o κρεμιέμαι (είμαι κρεμασμένος):

2. κρέμομαι o κρεμιέμαι (αυτοκτονώ):

εκτιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛktiˈmɔ] VERB μεταβ

1. εκτιμώ (ζημιά κτλ):

2. εκτιμώ (υπολήπτομαι):

I . εκτρέπω <εξέτρεψα, εκτράπηκα> [ɛkˈtrɛpɔ] VERB μεταβ

1. εκτρέπω (ακτίνα):

2. εκτρέπω (ποταμό, κυκλοφορία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский