Ελληνικά » Γερμανικά

ξεπαρμέν|ος <-η, -ο> [ksɛparˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επηρμέν|ος <-η, -ο> [ɛpirˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

συνεπαρμέν|ος <-η, -ο> [sinɛparˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επανδρωμέν|ος <-η, -ο> [ɛpanðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αλλοπαρμέν|ος <-η, -ο> [alɔparˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διεφθαρμέν|ος <-η, -ο> [ðiɛfθarˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. διεφθαρμένος (ηθικά):

2. διεφθαρμένος (ειδικά σε επαγγελματικό χώρο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский