Ελληνικά » Γερμανικά

κροτάλισμα [krɔˈtalizma] SUBST ουδ

1. κροτάλισμα (διάφορων αντικειμένων):

Klappern ουδ

2. κροτάλισμα (γυαλικών):

Klirren ουδ

ψιχάλισμα [psiˈxalizma] SUBST ουδ

εκχύλισμα [ɛkˈçilizma] SUBST ουδ

σούβλισμα [ˈsuvlizma] SUBST ουδ

1. σούβλισμα (κέντρισμα, πόνος):

Stich αρσ

2. σούβλισμα (πέρασμα στη σούβλα):

Aufspießen ουδ

ξεχείλισμα [ksɛˈçilizma] SUBST ουδ

ροχαλί|ζω <-σα> [rɔxaˈlizɔ] VERB αμετάβ

ροχαλητό [rɔxaliˈtɔ] SUBST ουδ

γυάλισμα [ˈjalizma] SUBST ουδ

1. γυάλισμα (στίλβωμα):

Polieren ουδ

2. γυάλισμα (ειδικά παπουτσιών):

Putzen ουδ

τροχαλία [trɔxaˈlia] SUBST θηλ

1. τροχαλία (δίσκος):

Rolle θηλ

2. τροχαλία (μηχανικό σύστημα):

Flaschenzug αρσ

στόλισμα [ˈstɔlizma] SUBST ουδ

1. στόλισμα (η πράξη):

Schmücken ουδ

2. στόλισμα (στολίδια):

Schmuck αρσ

ψέλλισμα [ˈpsɛlizma] SUBST ουδ

ροχάλα [rɔˈxala] SUBST θηλ

τραύλισμα [ˈtravlizma] SUBST ουδ

1. τραύλισμα (σπασμωδική επανάληψη φθόγγων):

Stottern ουδ

2. τραύλισμα (ψεύδισμα):

Lispeln ουδ

3. τραύλισμα (ψέλλισμα):

Stammeln ουδ

πιπίλισμα [piˈpilizma] SUBST ουδ

τρίκλισμα [ˈtriklizma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский