Ελληνικά » Γερμανικά

απαγκιστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apaɲɟisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. απαγκιστρώνω:

2. απαγκιστρώνω μτφ:

I . αγκιστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aɲɟisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ (ψάρι)

II . αγκιστρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (σε καρφί)

ξαγκιστρώ|νω <-σα, -μένος> [ksaɲɟisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξαγκιστρώνω (άγκιστρο, αγκίστρι):

2. ξαγκιστρώνω (άγκυρα):

επιστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpiˈstrɔnɔ] VERB μεταβ

απαγγ|έλλω [apaɲˈɟɛlɔ], απαγγ|έλνω <-ειλα, -έλθηκα, -ελμένος> VERB μεταβ

1. απαγγέλλω (ποίημα):

2. απαγγέλλω ΝΟΜ (απόφαση):

καπιστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kapisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

απαγκίστρωση θηλ μτφ
Loslösung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский