Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βαφτίζω , ραντίζω , λακτίζω , σαστίζω , μαστίζω , ταυτίζω , βασίζω , βαδίζω και βαβίζω

βαφτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vafˈtizɔ] VERB μεταβ

βαβί|ζω <-σα> [vaˈvizɔ] VERB αμετάβ

I . βασί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vaˈsizɔ] VERB μεταβ (στηρίζω)

I . ταυτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tafˈtizɔ] VERB μεταβ (θεωρώ όμοιο)

II . ταυτίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ταυτίζομαι (είμαι όμοιος):

2. ταυτίζομαι (αισθάνομαι να ανήκω κάπου):

μαστί|ζω <-σα> [masˈtizɔ] VERB μεταβ μτφ (κατατρύχω)

I . σαστί|ζω <-σα, -σμένος> [sasˈtizɔ] VERB μεταβ

II . σαστί|ζω <-σα, -σμένος> [sasˈtizɔ] VERB αμετάβ

λακτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [lakˈtizɔ] VERB μεταβ

ραντί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ranˈdizɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский