στο λεξικό PONS
ανάγκη [aˈnaɲɟi] SUBST θηλ
1. ανάγκη (το χρειαζόμενο):
- ανάγκη
- Bedürfnis ουδ
- ανάγκη νερού
- Wasserbedarf αρσ
-
- Bedarfsanalyse θηλ
-
- Bedarfsanstieg αρσ
- υπολογισμός αρσ των αναγκών ΟΙΚΟΝ
-
2. ανάγκη (το αναγκαίο):
3. ανάγκη (φτώχεια):
- ανάγκη
- Bedürftigkeit θηλ
- οικογένεια θηλ της ανάγκης
-
4. ανάγκη (αδιέξοδη κατάσταση, δυσκολία):
5. ανάγκη (αποπάτηση):
- ανάγκη
- Notdurft θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ανάγκη θηλ βιταμινών
- Vitaminbedarf αρσ
- ανάγκη θηλ θερμίδων
- Kalorienbedarf αρσ
- ανάγκη θηλ πετρελαίου
- Erdölbedarf αρσ
- ανάγκη θηλ υλικού
- Materialbedarf αρσ
- ανάγκη θηλ προτεΐνων
- Eiweißbedarf αρσ