Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για προσκρούω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσ|κρούω <-έκρουσα> [prɔsˈkruɔ] VERB αμετάβ

1. προσκρούω:

προσκρούω σε

2. προσκρούω μτφ (σε δυσκολίες):

προσκρούω σε
stoßen auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский