Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σκοτωμός , σκονισμένος , ματωμένος , σκοτεινός , συνιστώμενος και σκοροφαγωμένος

σκοτωμός [skɔtɔˈmɔs] SUBST αρσ

1. σκοτωμός (σκότωμα):

Tötung θηλ

2. σκοτωμός (αιματοχυσία, σφαγή):

Massaker ουδ

3. σκοτωμός μτφ (συνωστισμός):

Getümmel ουδ

σκονισμέν|ος <-η, -ο> [skɔnizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

σκοτειν|ός <-ή, -ό> [skɔtiˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. σκοτεινός (άφεγγος, σκούρος):

2. σκοτεινός μτφ (θλιβερός, δυστυχής):

3. σκοτεινός μτφ (μέλλον):

4. σκοτεινός μτφ (ύποπτος, αδιαφανής):

ματωμέν|ος <-η, -ο> [matɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

σκοροφαγωμέν|ος <-η, -ο> [skɔrɔfaɣɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский