Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κωλυσιεργία και κωλυσιεργώ

κωλυσιεργ|ώ <-είς, -ησα> [kɔlisiɛrˈɣɔ] VERB αμετάβ

κωλυσιεργία [kɔlisiɛrˈjia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский