Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκπληκτικός , αθλητικά , εκπληρώνω και εκπλήττω

εκπληκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpliktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπληκτικός (που εκπλήττει):

2. εκπληκτικός (καταπληκτικός):

ε|κπλήσσω [ɛkˈplisɔ], ε|κπλήττω [ɛkˈplitɔ] <-ξέπληξα> VERB μεταβ

εκπληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛkpliˈrɔnɔ] VERB μεταβ (καθήκοντα, επιθυμίες, όρους)

αθλητικά [aθlitiˈka] SUBST ουδ πλ

1. αθλητικά (ειδήσεις):

Sportnachrichten θηλ πλ

2. αθλητικά (παπούτσια):

Sportschuhe αρσ πλ

3. αθλητικά (ρούχα):

Sportkleidung θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский