στο λεξικό PONS
I. απλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aˈplɔnɔ] VERB μεταβ
3. απλώνω (επεκτείνω):
- απλώνω
-
4. απλώνω (χέρια, πόδια):
- απλώνω
-
5. απλώνω (ρούχα):
- απλώνω
-
II. απλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα
2. απλώνομαι (εκτείνομαι, πόλη, επιχείρηση):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.