Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενήλικος , μεσήλικας , έλικας , ανήλικος , ενηλικότητα και ενηλικιώνομαι

I . ενήλικ|ος <-η, -ο> [ɛˈnilikɔs] ΕΠΊΘ

1. ενήλικος (που δεν είναι πια παιδί):

II . ενήλικ|ος <-η, -ο> [ɛˈnilikɔs] SUBST αρσ/θηλ

1. ενήλικος (αυτός που δεν είναι πια παιδί):

2. ενήλικος ΝΟΜ (αυτός που έκλεισε τα 18):

μεσήλικος [mɛˈsilikɔs], μεσήλικας [mɛˈsilikas] SUBST αρσ

έλικας [ˈɛlikas] SUBST αρσ

1. έλικας (σπείρα):

Spirale θηλ

2. έλικας ΝΑΥΣ:

4. έλικας (κιονοκράνου):

Volute θηλ

5. έλικας ΧΗΜ:

Helix θηλ

6. έλικας ΑΝΑΤ:

Großhirnwindungen θηλ πλ

ενηλικιώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [ɛniliciˈɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский