στο λεξικό PONS
ακού|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aˈkuɔ] VERB μεταβ
1. ακούω (αντιλαμβάνομαι με την ακοή, πληροφορούμαι):
- ακούω
-
2. ακούω (πειθαρχώ):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.