Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φιξάρω , ριμάρω , πικάρω και λιμάρω

λιμάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [liˈmarɔ] VERB μεταβ

I . πικάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [piˈkarɔ] VERB μεταβ

II . πικαρίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

I . ριμάρ|ω <-α [ή -ισα] > [riˈmarɔ] VERB μεταβ (φτιάχνω ρίμες)

II . ριμάρ|ω <-α [ή -ισα] > [riˈmarɔ] VERB αμετάβ (ομοιοκαταληκτώ)

φιξάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [fiˈksarɔ] VERB μεταβ

1. φιξάρω:

φιξάρω ΦΩΤΟΓΡ, ΤΕΧΝΟΛ

2. φιξάρω οικ (ημερομηνία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский