Ελληνικά » Γερμανικά

Όμηρος [ˈɔmirɔs] SUBST αρσ

μηρός [miˈrɔs] SUBST αρσ

νοσηρ|ός <-ή, -ό> [nɔsiˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. νοσηρός (που βλάπτει την υγεία):

2. νοσηρός (μη φυσιολογικός):

οκνηρ|ός <-ή, -ό> [ɔkniˈrɔs] ΕΠΊΘ

πονηρ|ός <-ή, -ό> [pɔniˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. πονηρός (έξυπνος):

2. πονηρός (έξυπνος και λίγο δόλιος):

άκληρ|ος <-η, -ο> [ˈaklirɔs] ΕΠΊΘ

1. άκληρος (χωρίς κληρονόμους):

2. άκληρος (χωρίς παιδιά):

3. άκληρος (χωρίς περιουσία):

4. άκληρος (χωρίς κληρονομική μερίδα):

5. άκληρος (καημένος):

arm

οχληρ|ός <-ή, -ό> [ɔxliˈrɔs] ΕΠΊΘ

σίδηρος [ˈsiðirɔs] SUBST αρσ ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский