Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σύρριζα , συρραφή , συρροή , συρρέω και σύριγγα

σύρριζα [ˈsiriza] ΕΠΊΡΡ

1. σύρριζα (ως τη ρίζα):

2. σύρριζα μτφ (εκ θεμελίων, ριζικά):

3. σύρριζα (πολύ κοντά):

σύριγγα [ˈsiriŋga] SUBST θηλ

συ|ρρέω <-νέρρευσα> [siˈrɛɔ] VERB αμετάβ

1. συρρέω (νερά):

2. συρρέω μτφ (πλήθη):

συρροή [sirɔˈi] SUBST θηλ

1. συρροή (χρημάτων):

Zusammenfluss αρσ

2. συρροή (πλήθους):

Andrang αρσ

3. συρροή (περιστάσεων):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский