Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εμπόδιο στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπόδιο [ɛmˈbɔðiɔ] SUBST ουδ

2. εμπόδιο ΑΘΛ (για το στιπλ):

εμπόδιο
Hürde θηλ
Hürdenlauf αρσ
υδάτινο εμπόδιο (στο γκολφ)

Παραδειγματικές φράσεις με εμπόδιο

δασμολογικό εμπόδιο
κύριο εμπόδιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский