Ελληνικά » Γερμανικά

εποφθαλμι|ώ <-άς> [ɛpɔfθalmiˈɔ] VERB μεταβ nur präs und imperf

εξοφθαλμία [ɛksɔfθalˈmia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

διοφθαλμικ|ός <-ή, -ό> [ðiɔfθalmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διοφθαλμικός ΒΙΟΛ:

μεσοφθάλμι|ος <-α, -ο> [mɛsɔfˈθalmiɔs] ΕΠΊΘ

ενδοφθάλμι|ος <-α, -ο> [ɛnðɔfˈθalmiɔs] ΕΠΊΘ

οφθαλμία [ɔfθalˈmia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

οφθαλμικ|ός <-ή, -ό> [ɔfθalmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εξόφθαλμ|ος <-η, -ο> [ɛˈksɔfθalmɔs] ΕΠΊΘ

1. εξόφθαλμος ΙΑΤΡ:

2. εξόφθαλμος (ολοφάνερος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский