Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ευδοκιμώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευδοκιμ|ώ <-είς, -ησα> [ɛvðɔciˈmɔ] VERB αμετάβ (φυτά)

ευδοκιμώ και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский