Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για επαληθεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επαληθ|εύω <-ευσα [ή -εψα], -εύτηκα, -ευμένος> [ɛpaliˈθɛvɔ] VERB μεταβ

επαληθεύω

II . επαληθ|εύω <-ευσα [ή -εψα], -εύτηκα, -ευμένος> [ɛpaliˈθɛvɔ] VERB αμετάβ

1. επαληθεύω (αποδείχνομαι σωστός):

επαληθεύω

2. επαληθεύω (πραγματοποιούμαι: όνειρο):

επαληθεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский