Ελληνικά » Γερμανικά

άπειρ|ος1 <-η, -ο> [ˈapirɔs] ΕΠΊΘ (χωρίς πείρα)

άπειρος σε
unerfahren in +δοτ

άπειρ|ος2 <-η, -ο> [ˈapirɔs] ΕΠΊΘ (χωρίς τέλος)

άπειρος

Παραδειγματικές φράσεις με άπειρος

άπειρος πληθάριθμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский