Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αμφιβολία , αμφιβάλλω , αμφιθυμία , αμφιθαλής και αμφίβολος

αμφ|ιβάλλω <-έβαλα> [aɱfiˈvalɔ] VERB αμετάβ

αμφίβολ|ος <-η, -ο> [aɱˈfivɔlɔs] ΕΠΊΘ

αμφιθαλ|ής <-ής, -ές> [aɱfiθaˈlis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский